Μετά την Φωτιά.
Μετά την φωτιά και την καταστροφή,
λόγοι εκφωνούνται βαρύγδουποι, σημαντικοί
από επίσημους και μη!
Λόγοι προετοιμασμένοι , ομιλητές, δεινοί.
Να εντυπωσιάσουν προσπαθούνε τον λαό,
την πολυπόθητη ψήφο να κερδίσουν
ξανά να χορέψουν πρώτοι τον χορό.
Λόγοι πτερωτοί, ανώφελοι, περιττοί
και από τους ίδιους ακόμη
γρήγορα θα λησμονηθούν.
Σχέδια για το μέλλον που πάνω στο ράφι
στην σκόνη θα πνιγούν.
Οι έξυπνοι νομίζουν
πως μας εμπαίζουν μας εξαπατούν,
με δικαιολογίες, αιτιάσεις, λόγους,
μας αποπροσανατολίζουν, μας περιπλανούν.
Στο μεταξύ,
αναγγελίες κηδειών
γιομίζουν τους στύλους της ΔΕΗ.
Κηδεύονται μικρά παιδιά !
Μπουμπούκια που δεν νοιώσανε ακόμα
του ήλιου μας την ζεστασιά,
νέοι αθλητικοί, γιομάτοι σφρίγος και ζωή,
φίλοι, γείτονες, συγγενείς, άγνωστοι γνωστοί.
Τραγωδιες απίστευτες φριχτές
που την καρδιά ματώνουν,
το δάκρυ στερεύουν, τον νου παγώνουν.
Ο λαός, φοβάται, παραλύει, αιμορραγεί,
πονεί, αναρωτιέται, ψυχομαχά, θρηνεί.
Οι νεκροί του δεν θα ζήσουνε ξανά.
Τα ερειπωμένα σπίτια για τους ζωντανούς
δεν θα ξαναγίνουνε καταφύγιο, και φωλιά.
Τα αναμνηστικά, στάχτη γενήκαν στην φωτιά
Οι συγνώμες οι μετάνοιες, υποσχέσεις
λόγοι κούφιοι, κενοί, παχυλοί,
σε κανένα δεν φέρνουν την γιατρειά.
Οι ομιλητές, ανέγγιχτοι, υπολογιστικοί, ψυχροί,
τους λόγους συνεχίζουν…
Αίθουσες και σκηνικά αλλάζουν μοναχά.
Η παράσταση αρχίζει από την αρχή ξανά
Συμφωνίες, συζητήσεις, διαβεβαιώσεις,
Χειραψίες, υποκλίσεις, προγράμματα μελλοντικά
κι οσο ο χρόνος μας κυλά,
η ελπίδα μέσα στον τάφο της
κρύβεται ακόμα πιο βαθιά.
Φωτιά στο Μάτι Αττικής .
Από μια σπίθα ξεκίνησες, ορμητική.
Στον λυσσαλέο ρυθμό του αέρα
υπακούοντας τυφλά.
Πότε χορεύοντας, πότε τρέχοντας
πότε άτσαλα καλπάζοντας
αδιάκριτα στόχο σου έβαλες
άψυχα και ζωντανά.
Πεισματικά, ακούραστη, αχόρταγη ,
άπληστη, στιγμή δεν χάνεις καμιά.
Στάχτη, κουρνιαχτό, θανατικό φριχτό ,
ερείπια, καπνό, ερημιά ,
το πέρασμα σου ολόγυρα σκορπά.
Οι καλλίγραμμες οροσειρές,
γίνονται ποτάμια πύρινα τρομαχτικά.
Όσοι μπορούνε τρέχουν να γλυτώσουν
από το θανατερή σου αγκαλιά,
γιομάτοι φόβο και απελπισία,
σαν κυνηγημένα χελιδόνια
που τους γκρεμίζουν την φωλιά.
Ουρλιαχτά πόνου και ανημποριάς
γιομίζουν τον αγέρα
και ύστερα σβήνουνε ξαφνικά.
Μυρωδιά από καμένη σάρκα
πλημμυρίζει τα πνευμόνια, τρελαίνει την καρδιά.
Τριγμοί από τα καμένα δέντρα
που στη γη σωριάζονται καρβουνιασμένα
συνοδεύουν θαρρείς
των ζωντανών τους θρήνους,
τα μοιρολόγια τις κραυγές .
Πανικόβλητοί όσοι μένουνε, με αγωνία
αναζητούν φίλους και δικούς.
Άλλοι , προσεύχονται, άλλοι πεθαίνουνε,
άλλοι ξεψυχούν .
Σκοτεινιάζει ο ουρανός. Πίσω από σύννεφα βαριά
κρύβεται προσεχτικά ο ήλιος ο καλοκαιρινός .
Δεν αντέχει να αντικρίσει τα πύρινα στόματα
σαν αλύπητα μυθικά θεριά
να καταβροχθίζουν λαίμαργα νεανικά κορμιά.
Την ζωή σε άυλη να μεταμορφώνεται αιφνιδιαστικά.
κι ο χάροντας ολόχαρος να μεθοκοπά .
Τα όνειρα, τις προσδοκίες, τις αναμνήσεις να βλέπει
να σβήνουνε με μια μονοκονδυλιά.
Το παρόν, το μέλλον, να χάνονται μέσα στην σκοτεινιά .
Την άνιση πάλη του ανθρώπου,
με της φύσης τα στοιχειά να ζει από κοντά,
της ήττας τον ανείπωτο κόστος
να νοιώθει τόσο ζωντανά.
Τι μεγάλη του ντροπή!
Ζωής πηγή
στο πανάρχαιο ερώτημα «γιατί Θεέ ? «Γιατί …
Γιατί.. .Γιατί…
ουδέποτε κατάφερε απάντηση να βρει.
ΠΕΝΥ ΤΣΙΛΑ.